ΧΡΥΣΗ ΚΕΦΑΛΗ
ΓΕΝΙΚΑ:
Τα πεπόνια «Χρυσή Κεφαλή» μπορούν να χαρακτηρισθούν τα πεπόνια τα οποία έχουν προέλθει διαχρονικά από φυσική επιλογή πεπονιών τα οποία καλλιεργούνταν στην συγκεκριμένη περιοχή επιλέγοντας πεπόνια υγιή και μετρίου μεγέθους, με τη ρυτιδωμένη, σκληρή, συμπαγή, ελάχιστα χνουδωτή και χαρακτηριστική σκούρα κίτρινο-πορτοκαλί επιφάνεια, στρογγυλού σχήματος και με ομοιομορφία σκουρόχρωμων κηλίδων οι οποίες αραιώνουν στο μέσο και πυκνώνουν όσο πλησιάζουν στο μίσχο του καρπού, ενώ η σάρκα τους είναι συμπαγής, τρυφερή και ομοιόμορφη χωρίς ινώδη υφή, πολύ ευωδιαστή, χρώματος ανοικτού πρασινοκίτρινου ενώ προς τη μεριά των σπόρων το χρώμα γίνεται πιο ανοικτό, σχεδόν λευκό. Οι βλαστοί του είναι τριχωτοί, μαλακοί και σχηματίζουν γωνίες. Τα φύλλα του είναι μεγάλα σχήματος νεφρού ή στρογγυλά και εναλλάσσονται. Τα άνθη του έχουν έντονο κίτρινο χρώμα και φύονται στις μασχάλες των φύλλων. Η παρουσία χαρακτηριστικού εξογκωμένου μίσχου επίσης το διαφοροποιεί από τα άλλα πεπόνια. Η ρίζα του δεν αναπτύσσεται σε μεγάλο βάθος στο έδαφος, είναι όμως έντονα διακλαδιζόμενη, με συνέπεια να μπορεί να εκμεταλλεύεται αποτελεσματικά την υπάρχουσα υγρασία του εδάφους.
Διακρίνεται για την μεγάλη μετασυλλεκτική του αντοχή, την χυμώδη σάρκα του, την πλούσια γεύση του με καραμελωμένους χαρακτηριστικούς τόνους, το χαρακτηριστικό γλυκό και έντονα φρουτώδες άρωμα του Το μέγεθος ποικίλει και το βάρος του κυμαίνεται από 1,5 κιλά έως 6 κιλά, με συνηθισμένο βάρος γύρω στα 2-4 κιλά με σάρκα συνεκτική αλλά και χυμώδη.
Είναι πολύ ανθεκτική στη μεταφορά και τη συντήρηση. Ονομάζεται και «Πρωτοχρονιάτικο» ή «Χειμωνιάτικο» και η ονομασία αυτή δεν είναι τυχαία αλλά προέρχεται από την πείρα και των παραγωγών και των ντόπιων καταναλωτών οι οποίοι το έχουν στις αποθήκες και όχι στα ψυγεία τους, για την κατανάλωση σαν φρούτο των εορτών του δεκαπενθημέρου των Χριστουγέννων.
Η αιτία για την αυξημένη διάρκεια ζωής αυτού του πεπονιού θεωρείται ότι είναι οι σορβικοί εστέρες, μεθυλ- και αιθυλ-εστέρες του σορβικού οξέος για την παρουσία του οποίου σε καμία μελέτη γνωστή για άλλες ποικιλίες πεπονιών δεν αναφέρεται η παρουσία του ή παρουσία εστέρων, και η αυξημένη συγκέντρωση της 2,3-βουτανοδιόλης
Έχει εντυπωσιακή εμφάνιση και σε συνδυασμό με τα άριστα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που έχει (γεύση άρωμα κλπ) τα οποία οφείλονται στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της οροθετημένης περιοχής και σε άλλους παράγοντες, και τα οποία διατηρεί σε όλη τη διάρκεια συντήρησης του, κάνουν το πεπόνι «Χρυσή Κεφαλή» περιζήτητο στην αγορά.
Το όνομα «χρυσή» το πήρε από το χρυσοκίτρινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στον υψηλό αριθμό καροτενοειδών, το δε «κεφαλή» κατά μία εκδοχή από το μέγεθος κεφαλιού που έχει, κατά άλλη ότι στην αξιολόγηση θεωρούνταν από τους ντόπιους η κεφαλή των πεπονιών. Η σάρκα του έχει χαρακτηριστικό λευκό χρώμα. Το πεπόνι «Χρυσή Κεφαλή» καλλιεργείται κατά ποσοστό 90% στην περιοχή Τυχερού, Πέπλου. Το υπόλοιπο 10% καλλιεργείται στην υπόλοιπη περιοχή.
Το πεπόνι κατέχει υψηλή θέση στις προτιμήσεις των καταναλωτών, και θεωρείται στην ιατρική και στην διαιτολογία από τα πιο ωφέλιμα φρούτα λόγω της ιδιαίτερα γλυκιάς και δροσιστικής του γεύσης, της υψηλής περιεκτικότητάς του σε νερό, αλλά και του πλήθους βιταμινών που διαθέτει, προσφέροντας συνάμα λίγες θερμίδες αλλά και επειδή είναι πλούσιο σε ασβέστιο, κάλιο, μαγνήσιο και αλλά στοιχεία ωφέλιμα στον οργανισμό του ανθρώπου. Κατά την άποψη πολλών ερευνητών σε θέματα διατροφής, είναι πλούσιο σε έναν αριθμό συστατικών που είναι γνωστό ότι μειώνουν την πίεση του αίματος και τη χοληστερόλη, διαθέτει αντιπηκτικές και αντιθρομβωτικές ιδιότητες μειώνοντας τις πιθανότητες καρδιακών προσβολών και εγκεφαλικών και προστατεύουν από διάφορους τύπους καρκίνου. Έρευνες απέδειξαν ότι το αντιπηκτικό χημικό του πεπονιού βρέθηκε ότι είναι η αδενοσίνη, το ίδιο συστατικό που υπάρχει επίσης στα κρεμμύδια, το σκόρδο και τα μανιτάρια.
Αυτά τα χαρακτηριστικά σε υψηλό βαθμό τα έχει το πεπόνι «Χρυσή Κεφαλή» το οποίο διακρίνεται για τα φυσικοχημικά του χαρακτηριστικά όπως αποτυπώνονται από τις διάφορες αναλύσεις που έχουν γίνει στην αρχή της συλλογής του καρπού και στο τέλος της συντήρησης του τον μήνα Φεβρουάριο. Όπως φαίνεται και στις δύο περιπτώσεις αναλύσεων τα βασικά στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν το πεπόνι «Χρυσή Κεφαλή», τα διατηρεί από την αρχή μέχρι το τέλος της συντήρησης του. Αποτελείται από νερό 91,2 g/100g, πρωτεΐνες 0,67 g/100g, λιπαρά μηδέν (0), διαιτητικές ίνες 0,85 g/100g, υδατάνθρακες 6,3 g/100g. Η ενεργειακή του αξία είναι 32 kcal/100g με ανώτερο όριο το οποίο δίνουν διάφορες έρευνες 34 Kcal/100gr και ολικά ζάχαρα 6,2 g/100g σάρκας.
Είναι εξαιρετική πηγή αντιοξειδωτικών ουσιών καθώς είναι πλούσιο σε βιταμίνες C 8,0 mg/kg, β-καροτίνης 0,07 mg/100g την οποία τη βρίσκουμε σε μεγάλες ποσότητες στα πιο ώριμα πεπόνια.
Στο πεπόνι «Χρυσή Κεφαλή» χαρακτηριστικό δείγμα της ωριμότητάς του είναι το άρωμά του το οποίο δίνει μια «βούτυρο-κρεμώδη» αίσθηση η οποία οφείλεται στην παρουσία υψηλού αριθμού κετονών και λινολεϊκού οξεως-εστέρων και μια χαρακτηριστική γλυκιά, ξυλώδη, φρουτώδη (ώριμου βερίκοκου) και έντονη μυρωδιά η οποία οφείλεται στα προϊόντα αποικοδόμησης των καροτενοειδών.
ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ:
Ο νομός Έβρου, πεδινός κατά το μεγαλύτερο μέρος του, παρουσιάζει ομαλό ανάγλυφο: από τα 4.242 τ. χλμ. της επιφάνειάς του μόνο τα 424 είναι ορεινά, ενώ τα 2.578 είναι πεδινά και τα 1.240 ημιορεινά. Το δυτικό τμήμα του νομού είναι ορεινό, ενώ το ανατολικό γίνεται περισσότερο πεδινό όσο πλησιάζουμε στην κοιλάδα του ποταμού Έβρου. Η καλλιεργούμενη έκταση του νομού είναι εκατομμύριο οκτακόσιες χιλιάδες στρέμματα (1.800.000) στρέμματα και από αυτά η πεδινή έκταση είναι 450.000 με κύριο χαρακτηριστικό την πεδιάδα των ποταμών του Έβρου, στον οποίο καταλήγουν πολλά μικρά υδάτινα ρεύματα και οι δύο βασικοί παραπόταμοί του: ο Άρδας, ο οποίος πηγάζει από τη βουλγαρική πλευρά των ορέων της Κούλας και διαρρέει τον νομό σε όλο το πλάτος του πριν καταλήξει στον ποταμό Έβρο, και ο Ερυθροπόταμος, ο οποίος πηγάζει από την ίδια κατεύθυνση και περνάει από το Διδυμότειχο πριν φτάσει στον Έβρο. Η πεδιάδα αυτή ξεκινάει από το βορειότερο τμήμα το νομού και καταλήγει στο νοτιότερο τμήμα το οποίο είναι το «Δέλτα του Έβρου» το οποίο υπάγεται στο Νατούρα 2000 και προστατεύεται από τη συνθήκη Ramsar. Από δυτικά υψώνεται ο ορεινός όγκος της οροσειράς της Ροδόπης, με ψηλότερο σημείο στα 1200μ. Η καλλιέργεια του πεπονιού «Χρυσή Κεφαλή» στην οριοθετημένη γεωγραφικά περιοχή με το μέτριο υψόμετρο (0-100μ) στα πεδινά, θεωρείται η πλέον κατάλληλη επιλογή, δεδομένου ότι η ποικιλία μπορεί να εκφραστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο δίνοντας καρπό με συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, ο όψιμος χαρακτήρας του πεπονίου που μεταφράζεται ως όψιμη άνθηση/καρπόδεση και κατά επέκταση ωρίμανση σε περίοδο που τα άλλα πεπόνια ήδη έχουν συλλεχθεί, υποστηρίζεται από τις επικρατούσες στις δεδομένες περιόδους κλιματολογικές συνθήκες. Ο ζεστός καιρός με μέση θερμοκρασία πάνω από 23οC και η μέση ατμοσφαιρική υγρασία (περίπου 51 με 56%) που επικρατεί κατά το δεύτερο και τρίτο δεκαήμερο του Ιουλίου ευνοεί την άνθηση και υποστηρίζει την καλή γονιμοποίηση των ανθέων διότι είναι γνωστό ότι το πεπόνι σ αυτή την περίοδο δεν αντέχει την υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία1. Η επικράτηση θερμοκρασιών γύρω στους 26 οC το αμέσως επόμενο διάστημα συμβάλλει στην ικανοποιητική καρπόδεση. Σημειώνεται ότι η όψιμη άνθηση και καρπόδεση συμβάλλει αποφασιστικά στο να συμπίπτουν οι περίοδοι ανάπτυξης και ωρίμανσης του καρπού με την περίοδο των αίθριων ημερών στην περιοχή δεδομένου ότι νεφοσκεπείς ημέρες περιορίζονται στους χειμερινούς μήνες και όπως είναι παραδεκτό η υψηλή ένταση φωτισμού υποβοηθά την ανάπτυξη και παραγωγή καρπών καλής ποιότητας της πεπονιάς.Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το ανάγλυφο του εδάφους που επιτρέπει τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του ηλιακού φωτός από το φυτό και τον καρπό του πεπονιού και τους κατάλληλους χειρισμούς από τους παραγωγούς, με τη μακρόχρονη πείρα, τόσο κατά την καλλιέργεια, όσο και κατά τη συγκομιδή έχει ως τελικό αποτέλεσμα την παραγωγή αυτού του ιδιαίτερου καρπού που ονομάζεται πεπόνι «Χρυσή Κεφαλή».
ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ:
Η καλλιέργεια του πεπονιού απαιτεί μεγάλη προσοχή στις καλλιεργητικές φροντίδες, και χειρωνακτική εργασία και στον Έβρο αρχίζει από τέλη Απριλίου που αρχίζει η βασική προετοιμασία των πεπονοχώραφων και τελειώνει στις αρχές Οκτωβρίου με το τέλος της συλλογής.
▪ Επιλογή και διατήρηση του σπόρου. Το πεπόνι «Χρυσή Κεφαλή» αναπαράγεται από σπόρο και όχι από μοσχεύματα. Ο σπόρος είναι μεσαίου μεγέθους και το βάρος ποικίλει σε σχέση με το στάδιο ωρίμανσης του καρπού από τον οποίο προέρχεται Ενδεικτικά σε ένα γραμμάριο αντιστοιχούν 24-28 σπόροι. Φυτρώνει σε θερμοκρασία 20ο C περίπου με άριστη θερμοκρασία 24–35ο C, ενώ κάτω από τους 15ο C δεν φυτρώνει. Η άριστη θερμοκρασία εδάφους ανάπτυξης ριζικού συστήματος είναι 24–26ο C χωρίς να ξεπερνά τους 30ο C.
Σχετικά με τη θερμοκρασία του αέρα που επικρατεί κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των φυταρίων, όταν είναι αρκετά υψηλή (με ελάχιστη θερμοκρασία τους 19ο C), τότε τα φυτά είναι πιο ανεπτυγμένα σε σχέση με εκείνα που αναπτύχθηκαν με χαμηλές θερμοκρασίες.
Η συλλογή του σπόρου γίνεται προς το τέλος της περιόδου ωρίμανσης του πεπονιού. Τότε συλλέγονται μικρά ή μεσαίου μεγέθους πεπόνια δίνοντας μεγάλη προσοχή στην βάση του καρπού η οποία δεν πρέπει να είναι αλλοιωμένη και μαλακή, σημάδια που δείχνουν σε ένα έμπειρο παραγωγό ότι έγινε σωστή γονιμοποίηση του φυτού. Έτσι έχουμε συλλογή σπόρου από τους ισχυρότερους καρπούς και την διατήρηση της καθαρής σειράς της ποικιλίας. Στη συνέχεια ο σπόρος καθαρίζεται και ξεραίνεται στον ήλιο για 2 μέρες και μετά αποθηκεύεται σε υφασμάτινα μικρά σακίδια Η φυτρωτική ικανότητα του σπόρου μπορεί να φτάσει τα 5 χρόνια όταν διατηρείται σε κρύο και στεγνό περιβάλλον. Από την εμπειρία τους οι παραγωγοί ξέρουν ότι ο σπόρος όσο πιο παλιός είναι, διατηρώντας την φυτρωτική του ικανότητα, τόσο πιο απαλλαγμένος είναι από μυκητολογικές ασθένειες, γι’ αυτό ποτέ δεν χρησιμοποιούν «καινούργιο» σπόρο.
▪ Προετοιμασία αγρού τρόπος καλλιέργειας παραδοσιακός και σύγχρονος. Στην παραδοσιακή καλλιέργεια η προετοιμασία του αγρού που επρόκειτο να καλλιεργηθεί με πεπόνι «Χρυσή Κεφαλή» ξεκινούσε νωρίς την άνοιξη στα χωράφια που ήταν απομακρυσμένα από τον ποταμό Έβρο και στα κοντινά χωράφια αν οι συνθήκες το επέτρεπαν με ένα βαθύ όργωμα με το παραδοσιακό αλέτρι της εποχής που το έσερναν άλογα ή αγελάδες. Ακολούθως και αφού το έδαφος είχε υποστεί την ευεργετική επίδραση των ανοιξιάτικων βροχών ακολουθούσε το σβάρνισμα για να είναι έτοιμο το χωράφι να δεχτεί το σπόρο. Η πρακτική αυτή παραμένει και σήμερα με τη διαφορά ότι πλέον η εργασία αυτή εκτελείται με την βοήθεια σύγχρονων γεωργικών ελκυστήρων και αρότρων.
▪ Σπορά. Παλαιότερα σαν ορόσημο για την σπορά του σπόρου στο χωράφι ήταν η γιορτή του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης 21 Μαΐου γινόταν με το χέρι με πολλά σπόρια σε κάθε «φωλιά» και αφού οι σπόροι φύτρωναν ακολουθούσε το αραίωμα. Αργότερα γινόταν με κάποιες παραδοσιακές σπαρτικές μηχανές. Σήμερα η σπορά ξεκινάει το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου με το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου και γίνεται με σύγχρονες πνευματικές μηχανές, σε αποστάσεις 1m μεταξύ των γραμμών και 30-40cm πάνω στις γραμμές. Ακολουθεί και σήμερα το αραίωμα πάνω στις γραμμές για να μείνουν τελικά φυτά με αποστάσεις πάνω στις γραμμές από 1,5 m μέχρι 2,20 m και τελικά να έχουμε 665-500 φυτά /στρ.
Καλλιέργεια : Στην παραδοσιακή καλλιέργεια εκτελούνταν δύο σκαλίσματα, χειρωνακτικά, για την στήριξη των φυτών και τον παράλληλο έλεγχο της ζιζάνιο—χλωρίδας. Το πρώτο απ’ αυτά εκτελούνταν αμέσως μετά το φύτρωμα του σπόρου, δηλαδή περίπου 15 μέρες μετά την σπορά και το δεύτερο περίπου 10 μέρες μετά το πρώτο στο σταύρωμα των φυτών. Αυτές οι επεμβάσεις έχουν επιβιώσει και στην σύγχρονη πρακτική. Τα σκαλίσματα αυτά σκοπό έχουν την καταπολέμηση των ζιζανίων και την βελτίωση του αερισμού του εδάφους, με στόχο την επίτευξη συνθηκών ευνοϊκών για την ανάπτυξη και στήριξη του φυτού. Ταυτόχρονα επιτυγχάνεται το παράχωμα του «λαιμού» των φυτών αφού κατά τα σκαλίσματα αφρατοποιείται και συγκεντρώνεται το χώμα, σχηματίζοντας γύρο από το φυτό ανάχωμα-ύψους 10-12 εκατοστών. Με την πρακτική αυτή οι παραγωγοί, εκτός όλων των άλλων, θεωρούν ότι προστατεύουν τα φυτά από τις ασθένειες του λαιμού.
Η ΧΡΥΣΗ ΚΕΦΑΛΗ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ:
Με τις εργασίες της καλλιέργειας ασχολούνταν το σύνολο σχεδόν των κατοίκων της περιοχής, από τα παιδιά στην συλλογή μέχρι τους έμπειρους εργάτες οι οποίοι τα τοποθετούσαν στα βαγόνια. Από το 1950 το πεπόνι «Χρυσή Κεφαλή» γίνεται γνωστό στις αγορές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και ταξιδεύει με βαγόνια στην κεντρική αγορά της Αθήνας και στην κεντρική αγορά της Θεσσαλονίκης και λίγο αργότερα και σε άλλες αγορές του εξωτερικού όπως αυτή της Γερμανίας. Έτσι δημιουργήθηκε και ένα συναισθηματικό δέσιμο με την καλλιέργεια το οποίο κρατάει μέχρι σήμερα. Δημιουργήθηκαν εύρωστοι συνεταιρισμοί του Τυχερού και του Πέπλου μέσω των οποίων διακινούνταν οι μεγαλύτερες ποσότητες του πεπονιού το οποίο έφτασε να καλλιεργείται σε 15.000 στρέμματα συν μερικές χιλιάδες σε άλλες περιοχές του νομού και ο σιδηροδρομικός σταθμός του Τυχερού να είναι το μεγαλύτερο διαμετακομιστικό κέντρο πεπονιού και στην κωμόπολη του Τυχερού να υπάρχουν πολλά γραφεία εμπόρων και μεσαζόντων.
Την δεκαετία το ’80 υπήρξε μια περίοδος κάμψης λόγω προβλημάτων από ασθένειες κυρίως του φουζάριου αλλά και των επιδοτήσεων κάποιων καλλιεργειών. Τη δεκαετία του ’90 επανέρχεται η καλλιέργεια όχι στα αρχικά της επίπεδα αλλά σε ικανοποιητικό αριθμό στρεμμάτων . Δημιουργήθηκαν Ομάδες Παραγωγών οι οποίες εφαρμόζουν την Ολοκληρωμένη Διαχείριση και η ποικιλία, στην περίοδο της κρίσης, είχε ενταχθεί σε προγράμματα για την διατήρηση των παραδοσιακών προϊόντων που κινδυνεύουν από γενετική διάβρωση με στόχο την διατήρηση του συγκεκριμένου πεπονιού «Χρυσή Κεφαλή».
Σήμερα συνεχίζεται αυτή η αναγεννητική προσπάθεια σε πιο έντονο, σύγχρονο και οργανωμένο ρυθμό ώστε το πεπόνι «Χρυσή Κεφαλή» να γίνει ακόμα πιο πολύ γνωστό, αλλά και να αυξηθούν τα καλλιεργούμενα στρέμματα, προσπάθειες που γίνονται από παραγωγούς, εταιρίες, τους παλιούς συνεταιρισμούς, από την ΚΟΙΝ.ΣΕ.Π Τυχερού, με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα κάνοντας γνωστή την προσπάθεια αυτή με γιορτές πεπονιού με ημερίδες και σεμινάρια με συναντήσεις ειδικών για την καλλιέργεια και την εμπορία για να προβάλλουν ένα ιδιαίτερο, παραδοσιακό προϊόν αυτής της περιοχής και ολόκληρου του νότιου Έβρου.